- ἐμπόνημα
- ἐμπόν-ημα, ατος, τό, in pl.,A agricultural improvements, Just.Nov.64.1,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπόνημα — ἐμπόνημα, το (AM) 1. ό,τι αποκτήθηκε με την εργασία, ιδίως τη γεωργική 2. η γεωργική βελτίωση που κατορθώθηκε με την εργασία … Dictionary of Greek
ἐμπονημάτων — ἐμπόνημα agricultural improvements neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπονήματα — ἐμπόνημα agricultural improvements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)